- ζευγίτης
- ο1. ζευγάς.2. αυτός που στην αρχαία Αθήνα ανήκε στην τρίτη τάξη των πολιτών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζευγίτης — ο, θηλ. ζευγίτισσα (AM ζευγίτης, θηλ. ζευγῑτις) γεωργός που διαθέτει ζευγάρι βοδιών για το όργωμα («...για να ξεζεύει στ όργωμα τα βόδια του ο ζευγίτης», Κρυστ.) νεοελλ. παροιμ. «ο ζευγίτης κάθε χρόνο έχει ελπίδα να πλουτίσει» για φτωχούς που… … Dictionary of Greek
ζευγίτης — ζευγί̱της , ζευγίτης yoked in pairs masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευγῖται — ζευγίτης yoked in pairs masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευγίτας — ζευγί̱τᾱς , ζευγίτης yoked in pairs masc acc pl ζευγί̱τᾱς , ζευγίτης yoked in pairs masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
беда, коль пироги начнет печи сапожник{,} — А сапоги тачать пирожник. Крылов. Щука и Кот. Ср. Wo der Bürgermeister schenket Wein, Der Metzger darf im Rathe sein, Der Seckelmeister backt das Brod, Da leidet die Gemeinde Noth. Надпись на ратуше в г. Готе. Ср. Ein predigender Schuster macht… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Беда, коль пироги начнет печи сапожник, А сапоги точать пирожник — Бѣда, коль пироги начнетъ печи сапожникъ, А сапоги точать пирожникъ. Крыловъ. Щука и Котъ. Ср. Wo der Bürgermeister schenket Wein, Der Metzger darf im Rathe sein, Der Seckelmeister backt das Brod, Da leidet die Gemeinde Noth. Надпись на ратушѣ въ … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Zeugite — Un zeugite (du grec ancien ζευγίτης / zeugítês) est, dans l Athènes antique, un membre de la troisième des classes censitaires soloniennes, celle des citoyens disposant de suffisamment d aisance pour acquérir un attelage de bœufs[1]. Cette… … Wikipédia en Français
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
ζευγίσιον — ζευγίσιον, τὸ (Α) [ζευγίτης] ο φόρος τών ζευγιτών … Dictionary of Greek
ζεύγος — το (AM ζεῡγος) 1. δύο πρόσωπα, ζώα ή πράγματα που λαμβάνονται ως ένα (α. «ὀχυρὸν ζεῡγος Ἀτρείδαιν» οι δύο γιοι τού Ατρέως Αγαμέμνων και Μενέλαος, Αισχύλ. β. «ἐφόρτωσεν... πέντε ἢ ἓξ ζεύγη ὀρνίθων», Παπαδ.) 2. δύο πρόσωπα ή ζώα διαφορετικού φύλου… … Dictionary of Greek